Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

παίρνω άσχημη

  • 1 κατεύθυνση

    [-ις (-εως)] η
    1) направление, курс (тж. перен.); направленность;

    δίνω κατεύθυνση — направлять, давать направление;

    μεταβάλλω ( — или αλλάζω) κατεύθυνση — менять курс, направление;

    παίρνω άσχημη κατεύθυνση — идти по неправильному пути;

    προς αυτήν την κατεύθυνση — в этом направлении;

    προς όλες τίς κατεύθύνσεις — по всем направлениям;

    σε όλες τίς κατεύθύνσεις — во всех направлениях;

    με κατεύθυνση προς... — в направлении на..., по направлению к...;

    2) направление, наведение, нацеливание;

    κατεύθυνση του πυρός — направление огни;

    3) устремление (взгляда и т. п.);
    4) руководство; указание; директива;

    γενική κατεύθυνση — общее указание, директива

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κατεύθυνση

См. также в других словарях:

  • παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… …   Dictionary of Greek

  • κακοφορμίζω — 1. (για τραύματα, εξανθήματα κ.λπ.) (αμβτ.) ερεθίζομαι, φλεγμαίνομαι, παίρνω άσχημη τροπή, διαπυούμαι («κακοφόρμισε η πληγή σου») 2. (μτβ.) προκαλώ φλεγμονή ή διαπύηση τραύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * (< επίρρ. κακά) + φορμίζω (< ἀφορμίζω) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»